μακαρονοποιός

μακαρονοποιός
ο
ο τεχνίτης ή ο βιομήχανος που παρασκευάζει μακαρόνια, ο μακαρονάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακαρονοποιός — ο ιδιοκτήτης βιομηχανίας ζυμαρικών ή τεχνίτης που παρασκευάζει μακαρόνια και άλλα ζυμαρικά …   Dictionary of Greek

  • μακαρονάς — ο [μακαρόνι] 1. μακαρονοποιός 2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα μακαρόνια 3. (ειρωνικά) ο Ιταλός …   Dictionary of Greek

  • μακαρονοποιία — η 1. η τέχνη παρασκευής μακαρονιών 2. βιομηχανία παραγωγής ζυμαρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονοποιείο — το [μακαρονοποιός] εργοστάσιο παρασκευής μακαρονιών και άλλων ζυμαρικών …   Dictionary of Greek

  • μακαρονάς — ο 1. αυτός που τρώει συνέχεια μακαρόνια: Παντρεύτηκε έναν Ιταλό μακαρονά. 2. αυτός που παρασκευάζει μακαρόνια, ο μακαρονοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”